- τυροφορεῖον
- τῡρο-φορεῖον, τό,A stand for cheese-racks, Poll.1.251, 7.175, 10.130.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τυροφορεῖον — stand for cheese racks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυροφορείον — τὸ, Α [τυροφόρος] ξύλινη σανίδα ή ράβδος στην οποία κρεμούσαν πλεκτά καλάθια με νωπό τυρί για να τό στραγγίσουν … Dictionary of Greek
τυροφορεῖα — τυροφορεῖον stand for cheese racks neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)